- Εὐβοικόν
- Εὐβοϊκόν , Εὐβοικόςasmasc acc sgΕὐβοϊκόν , Εὐβοικόςasneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευβοϊκός — ή, ό (ΑΜ εὐβοϊκός, ή, όν, Α και εὐβοεικός και εὐβοικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Εύβοια ή στους κατοίκους της 2. αυτός που προέρχεται από την Εύβοια ή χρησιμοποιείται σ αυτήν νεοελλ. φρ. «Ευβοϊκός Κόλπος» ο διπλός κόλπος που… … Dictionary of Greek
κάρυο — το (AM κάρυον) 1. το καρύδι, ο καρπός τής καρυδιάς 2. γενική ονομασία μονόσπερμων καρπών τών οποίων το ξυλώδες περικάρπιο δεν συμφύεται με το σπέρμα («πάντα τὰ ἀκρόδρυα κάρυα λέγουσιν», Αθήν.) νεοελλ. 1. ναυτ. το καρύλιο*, ο περιστρεφόμενος… … Dictionary of Greek